σέσελι

σέσελι
σέσελι
Grammatical information: n.,
Meaning: `small hortwort, Tordylium officinale' (Hp., Arist., Thphr., Dsc. a. o.)
Other forms: -ις f., also σίλι n. (Plin.); cf. also σιλλικύπριον n. des. of an Egypt. tree (Hdt. 2, 94; Strömberg Pfl.namen 127).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.
Etymology: Foreign word like πέπερι, κιννάβαρι a. o.; after Ps.-Dsc. Egypt. name for καυκαλίς. Cf. Nencioni Arch. glottol. it. 33, 125 f. Lat. LW [loanword] seselis, sil.
Page in Frisk: 2,693

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σέσελι — έλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, έλεως, ἡ, και σέσιλις, ίλεως, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα… …   Dictionary of Greek

  • σέσελι — σέσελις hartwort fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσελειοπαγής — ές, Α συσκευασμένος με σέσελι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σεσέλειος < σέσελι + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γαλακτο παγής] …   Dictionary of Greek

  • σιλλικύπριον — τὸ, Α το σέσελι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σέσελι] …   Dictionary of Greek

  • νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… …   Dictionary of Greek

  • σέσελις — ίλεως, ἡ, Α βλ. σέσελι …   Dictionary of Greek

  • σίλι — τὸ, Α βλ. σέσελι …   Dictionary of Greek

  • σισαμίς — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ παρὰ τοῑς ἰατροῑς λεγόμενον σέσελι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”